ἐπιφράζομαι

ἐπιφράζομαι
ἐπι-φράζομαι, aor. 1 2 sing. ἐπεφράσω, 3 ἐπεφράσατο, subj. ἐπιφράσσετ, opt. ἐπιφρασσαίμεθα, 3 pl. -αίατο, pass. aor. ἐπεφράσθης: consider, mark, devise, Od. 15.444; joined w. νοεῖν (Odysseus weeps), Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἐπεφράσατ' ἠδ ἐνόησεν, ‘remarked’ and noted the fact, Od. 8.94, , Il. 5.665; οἷον δὴ τὸν μῦθον ἐπεφράσθης ἀγορεῦσαι, ‘didst take it into thy head’ to say, Od. 5.183.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεπίφραστος — ἀνεπίφραστος, ον (Α) 1. απαρατήρητος 2. απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιφράζομαι «παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”